κηρώδη

κηρώδη
κηρώδης
wax-like
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
κηρώδης
wax-like
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
κηρώδης
wax-like
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται …   Dictionary of Greek

  • κηρόχαρτο — το μεμβράνη που αποτελείται από λεπτό φύλλο χαρτιού επαλειμμένο με κηρώδη ουσία και η οποία χρησιμοποιείται ως μήτρα για τον πολλαπλασιασμό αντιγράφων στον πολύγραφο, αφού προηγουμένως γραφεί πάνω της με τα πλήκτρα γραφομηχανής ή χαραχθεί με… …   Dictionary of Greek

  • λανολίνη — Λιπαρή ουσία που περιβάλλει τις ίνες του μαλλιού των ζώων. Εξάγεται με φυγοκέντρηση εν θερμώ του νερού που προέρχεται από το πλύσιμο του ακατέργαστου μαλλιού, του οποίου αποτελεί τα 20% έως 30% του βάρους. Με την κατάλληλη επεξεργασία λαμβάνεται… …   Dictionary of Greek

  • πυρογραφία — Η διακόσμηση ξύλων, δερμάτων, οστών και χνουδωτών υφασμάτων με πυρακτωμένη μεταλλική ακίδα. Η ακίδα είναι συνήθως από λευκόχρυσο και θερμαίνεται, είτε με ηλεκτρισμό είτε με ατμούς βενζίνης και αέρα, που διοχετεύονται σε αυτήν από ειδική… …   Dictionary of Greek

  • ρόκος — ο, Ν. (βιοχ.) καροτενοειδής χρωστική, διαλυτή στα αλκαλικά διαλύματα και στα έλαια, η οποία εκχυλίζεται από την κόκκινη κηρώδη ουσία τού γνωστού με τη λόγια ονομασία βίξα η ορελλάνειος φυτού …   Dictionary of Greek

  • σκληρόφυλλος — η, ο / σκληρόφυλλος, ον, ΝΑ (για φυτά) αυτός που έχει σκληρά φύλλα νεοελλ. φρ. α) «σκληρόφυλλη βλάστηση» βοτ. τύπος βλάστησης τής οποίας τα φυτά έχουν χαρακτηριστικώς σκληρά, δερματώδη μόνιμα φύλλα τα οποία είναι προσαρμοσμένα έτσι ώστε να… …   Dictionary of Greek

  • στρεγγίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ένυδρο φωσφορικό ορυκτό τού σιδήρου με χρώμα που ποικίλλει από ανοιχτό ώς άλικο κόκκινο ή ιώδες και υαλώδη ώς ελαφρώς κηρώδη λάμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Strengit από το όνομα τού J. Α. Streng, Γερμανού… …   Dictionary of Greek

  • φελλός — Ειδικός φυτικός ιστός, που επενδύει ως προστατευτικό στρώμα, μικρότερου ή μεγαλύτερου πάχους, τους κορμούς και τις ρίζες όλων των δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών. Παράγεται από ένα δευτερογενές μερίστωμα, το φελλογόνο, και αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • ψευδόκοκκος — Γένος εντόμων της οικογένειας των κοκκοειδών. Περιλαμβάνει μερικά επιβλαβή είδη, που προκαλούν τη βαμβακίαση των εσπεριδοειδών. Ο ψ. ή δακτυλόβιος, είναι σκεπασμένος από ένα είδος χιτώνα και εκκρίνει μια κηρώδη ύλη, που προκαλεί μεγάλες ζημιές… …   Dictionary of Greek

  • αλευρωδίδες — (aleurodidae). Οικογένεια ομοπτέρων εντόμων της τάξης των στενορρύγχων. Οι προνύμφες των α. ζουν στα φύλλα διαφόρων φυτών και τους προξενούν ζημιές απομυζώντας τους χυμούς τους. Στην πλήρη τους ανάπτυξη έχουν μήκος 1 3 χιλιοστά, ενώ το σώμα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”